- καβαλητά
- επίρρ. καβαλικευτά, με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος, ιππαστί.[ΕΤΥΜΟΛ. < *καβαλητός < καβαλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβαλητά — και καβαλικευτά επίρρ. τροπ., καβάλα, ιππαστί: Μην κάθεσαι καβαλητά πάνω στην καρέκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καβαλικευτός — ή, ό [καβαλικεύω] (για άλογο ή άλλο ζώο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύσει ή έχει ιππεύσει, αυτός που δεν είναι χωρίς αναβάτη. επίρρ... καβαλικευτά καβαλητά, ιππαστί … Dictionary of Greek
καβάλα — επίρρ., καβαλητά, καβαλικευτά: Καβάλα πάν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε (δημ. τραγ.). η (λ. λατ.) 1. ιππασία: Έπειτα από πολλές προσπάθειες έμαθα καβάλα. 2.το ιππικό, οι καβαλάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)